παραγωγός

παραγωγός
-ό / παραγωγός, -όν, ΝΑ [παράγω]
νεοελλ.
1. αυτός που παράγει κάτι, που καλλιεργεί ή κατασκευάζει ένα προϊόν («χώρα παραγωγός αγροτικών προϊόντων»)
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η παραγωγός
α) άτομο που εργάζεται στην παραγωγή, σε αντιδιαστολή προς τον έμπορο και τον καταναλωτή
β) ο υπεύθυνος για τον οικονομικό και διευθυντικό τομέα τής παραγωγής ενός κινηματογραφικού, θεατρικού ή ραδιο-τηλεοπτικού έργου, δηλ. αυτός που έχει τη γενική εποπτεία τής παραγωγής και είναι υπεύθυνος για την εξεύρεση τών οικονομικών πόρων, τη μίσθωση καλλιτεχνών και τεχνικών και την κάλυψη όλων τών άλλων εξόδων
αρχ.
1. αυτός που παρασύρει, που παραπλανεί, που εξαπατά
2. δημιουργικός.
επίρρ...
παραγώγως Α
(τροπ.) (ιδίως για γράμμα ή συλλαβή) με μικρή μεταβολή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραγωγός — misleading masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράγωγος — η, ο / παράγωγος, ον, ΝΜΑ [παράγω] γραμμ. (ιδίως για λέξεις) αυτός που σχηματίζεται από άλλον με την προσθήκη παραγωγικής κατάληξης νεοελλ. 1. αυτός που παράγεται από άλλον 2. το ουδ. ως ουσ. το παράγωγο i) χημ. ένωση η οποία προέρχεται από άλλη… …   Dictionary of Greek

  • παράγωγος — η, ο αυτός που παράγεται από άλλον: Υπάρχουν λέξεις πρωτότυπες και παράγωγες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραγωγός — ο, η (ουσ.), αυτός που παράγει, ο δημιουργός και κυρίως αυτός που παράγει καλλιεργώντας τη γη, ο γεωργός: Οι παραγωγοί περιμένουν με αγωνία κάθε χρόνο τον καθορισμό τιμής ασφαλείας για τα προϊόντα τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραγωγόν — παραγωγός misleading masc/fem acc sg παραγωγός misleading neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγωγοῖς — παραγωγός misleading masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγωγοί — παραγωγός misleading masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγωγοῦ — παραγωγός misleading masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγωγούς — παραγωγός misleading masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγωγέ — παραγωγός misleading masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”